- θαλασσόκλυστος
- θαλασσόκλυστος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί-κλυστος, ποταμό-κλυστος].
Dictionary of Greek. 2013.